- μεθεκτικός
- μεθεκτικός, -ή, -όν (ΑM) [μεθεκτός]αυτός που μετέχει σε κάτι, ο μέτοχος ή ο κατάλληλος ή ικανός να μετέχει σε κάτιαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μεθεκτικόντο να μετέχει κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, εἴπερ μεθεκτικὸν ὁ τόπος;», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.